Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

prop word


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο prop παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: word
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prop [sth/sb] against [sth] vtr + prep (lean for support)στηρίζω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
  ακουμπώ κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 Ursula propped the spade against the wall while she put the plant into the hole she had just dug.
 Η Ούρσουλα στήριξε το φτυάρι στον τοίχο ενώ έβαζε το φυτό μέσα στην τρύπα που μόλις είχε ανοίξει.
prop n (for a play, movie)prop ουσ ουδ άκλ
  (επίσημο)σκηνικό αντικείμενο επίθ + ουσ ουδ
Σχόλιο: Συχνά στον πληθυντικό: props
 The crew made sure all the props were in position before filming started.
 Το προσωπικό σιγουρεύτηκε πως όλα τα σκηνικά αντικείμενα ήταν στην θέση τους πριν αρχίσει το γύρισμα.
prop n ([sth] that gives support)στήριγμα ουσ ουδ
 William was leaning at a precarious angle, using the back of a chair as a prop to stop him falling.
 Ο Ουίλλιαμ έγερνε προς τα πίσω σε μια επικίνδυνη γωνία, χρησιμοποιώντας το πίσω μέρος της καρέκλας ως στήριγμα για να μην πέσει.
prop n (rugby position)προπ, prop ουσ αρσ/θηλ
 "What position do you play?" "I'm a prop."
 «Σε τι θέση παίζεις;» «Είμαι προπ».
props npl slang (praise, congratulations) (αργκό)ρισπέκτ, respect ουσ ουδ άκλ
  (καθομιλουμένη)μπράβο ουσ ουδ άκλ
 Props to your mum for taking that amazing picture of us all.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prop n figurative (person giving support)υποστηρικτής ουσ αρσ
  βοηθός
 Naga has been a great prop to her mother since the latter was widowed.
prop n figurative ([sth] giving emotional support) (μεταφορικά)στήριγμα ουσ θηλ
 Since his divorce, Sam has been using alcohol as a prop.
prop n abbreviation (propeller)προπέλα ουσ θηλ
 The helicopter is currently grounded due to a damaged prop.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
prop [sth/sb] up vtr phrasal sep (support, steady)στηρίζω, στερεώνω ρ μ
 She propped up her book to keep her hands free for knitting.
 Στερέωσε (or: Στήριξε) το βιβλίο της για να έχει τα χέρια της ελεύθερα για το πλέξιμο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
film prop n (object used on a movie set)αντικείμενο σε πλατό κινηματογραφικής ταινίας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 They sent her to find a worn-out chair to be used as a film prop in the prison scene.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση prop word στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «prop word».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!